-
1 νείαιρα
νείαιρᾰ, acc. sg.A- ᾰν Il.16.465
, Hp.Mul.1.64, 2.137, Nat.Mul.5, 6, al. (codd. opt.), Call.Fr. 106 codd., Nic.Al. 270; dat.-ῃ Il.
(v. infr.):—fem. Adj. (formed like γέραιρα) with comp. sense, lower, νειαίρῃ δ' ἐν γαστρί in the lower part of the belly, Il.5.539, 616, cf. Hp. ll.cc.;νείαιραν σάρκα Nic.
l.c.:—also [full] νέαιρα,νέαιραν γνάθον Simon. 244
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νείαιρα
См. также в других словарях:
νείαιρα — και νέαιρα και νεῑρα και νειρή και ιων. τ. νείαιρη, ἡ (Α) 1. ως επίθ. α) (συχνότατα με το ουσ. γαστήρ) το κάτω μέρος τής κοιλιάς («τὸν βάλε νείαιραν κατὰ γαστέρα», Ομ. Ιλ.) β) (για μέρος τού σώματος) τελευταίος («νείαιραν σάρκα», Νίκ.) 2. ως ουσ … Dictionary of Greek